καδδιχος

καδδιχος
    κάδδιχος
    ὅ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т.е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον)
    

(Plut. - v. l. κάδδος)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καδδιχος" в других словарях:

  • κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… …   Dictionary of Greek

  • κάδδιχος — jar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάδδιχοι — κάδδιχος jar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάδδιχον — κάδδιχος jar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καδδίζω — (Α) [κάδδιχος] ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον*, στην κάλπη, και κατ επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῑσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»